ταβλαδόρος

ταβλαδόρος
ο, θηλ. ταβλαδόρα και ταβλαδόρισσα, Ν
1. αυτός που παίζει συχνά τάβλι
2. (κατ' επέκτ.) ικανός στο τάβλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάβλι + κατάλ. -δόρος (< βεν. κατάλ. -dore), πρβλ. σαλτα-δόρος, τζογα-δόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταβλαδόρος — ο θηλ α και ισσα 1. αυτός που παίζει τάβλι: Πολύ θόρυβο κάνουν οι ταβλαδόροι με τις φωνές τους. 2. ο ικανός στο τάβλι παίχτης: Αυτός όλο κερδίζει στο τάβλι, είναι ταβλαδόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταβλιστής — ο, ΝΑ [ταβλίζω] νεοελλ. ταβλαδόρος αρχ. αυτός που παίζει ζάρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”